- αναχαιντρώνω
- 1. (για το τρίχωμα εξαγριωμένου ζώου) ανασηκώνομαι, ανορθώνομαι2. (μέσ., -ομαι)εξαγριώνομαι, αγριεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχαιντώνω (με ανάπτυξη του -ρ-) < αναχαιτώνω, που έχει την ίδια σημασία, ή από το ουσ. χαίτη, αναλογικά προς άλλα ρήματα σε -ρώνω και με επένθεση τού έρρινου -ν- πριν το -τ-].
Dictionary of Greek. 2013.